Εικοσιτετράωρη απεργία για την Τετάρτη 6 Απριλίου 2022 κήρυξαν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ. Μεταξύ άλλων η ΑΔΕΔΥ διεκδικεί αυξήσεις στους μισθούς, άμεσα, τουλάχιστον ίσες με την αύξηση του ΑΕΠ και του πληθωρισμού, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης, «ξεπάγωμα» της διετίας 2015 – 17, αφορολόγητο στις 12.000 ευρώ, επαναφορά 13ου – 14ου μισθού και αύξηση και επέκταση του επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας. Καμία περικοπή του.
Η ΑΔΕΔΥ καλεί τους εργαζόμενους να δώσουν μαζικά το «παρών» τόσο στην απεργία όσο και στις συγκεντρώσεις και στα συλλαλητήρια που θα γίνουν εκείνη την ημέρα σε όλες τις πόλεις της χώρας.
Από την πλευρά της, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ, «εκτιμώντας την κατάσταση όπως έχει διαμορφωθεί, διαρκούσης της πανδημίας και της πρωτοφανούς πληθωριστικής έξαρσης, η οποία οφείλεται και στις δύσκολες και επικίνδυνες γεωπολιτικές καταστάσεις που ώθησαν τις τιμές των καυσίμων στα ύψη, έλαβε αποφάσεις για δράσεις – καμπάνιες που θα εκτυλιχθούν το αμέσως επόμενο διάστημα και θα κορυφωθούν στις 6 Απριλίου με πανελλαδική απεργία και συγκεντρώσεις σε όλη τη χώρα».
«Με την πανδημική κρίση να βρίσκεται σε εξέλιξη με ό,τι αυτή έχει επιφέρει σε κοινωνία και οικονομία, και με έναν πόλεμο τις οικονομικές συνέπειες του οποίου δεν έχουμε δει ακόμα, οι εργαζόμενοι έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και την ακρίβεια η
οποία έχει υποβαθμίσει το βιοτικό τους επίπεδο. Παρά τις αγωνιώδεις αναζητήσεις εργαζομένων και συνταξιούχων για λύσεις μέσω οικονομικής στήριξης, κάτι που επιβάλλεται άμεσα, η κυβέρνηση δεν έχει δώσει καμία ουσιαστική απάντηση» σημειώνει η ΓΣΕΕ σε ανακοίνωσή της.
Όπως αναφέρει, «η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει την πρωθυπουργική προεκλογική δέσμευση, επαναφέροντας -έστω και υπολειπόμενη αυτής (αύξηση διπλάσια της οικονομικής μεγέθυνσης για κάθε χρόνο)- τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ και μετά να παραδώσει τον προσδιορισμό του στην ΕΓΣΣΕ (δηλαδή ΓΣΕΕ και εργοδοτικές οργανώσεις)».
Παράλληλα διεκδικεί Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, «για τους ανυπεράσπιστους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, με απόλυτη ελευθερία διαπραγμάτευσης των οικονομικών όρων και ταυτόχρονα καλούμε τις Ομοσπονδίες –
μέλη μας να εκκινήσουν άμεσα διαδικασίες διαπραγματεύσεων και σύναψης κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας με αυξήσεις και όρους που να ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των μελών τους».
Δεμένα στα λιμάνια όλης της χώρας θα παραμείνουν τα πλοία την ερχόμενη Τετάρτη 6 Απριλίου, καθώς η διοίκηση της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (ΠΝΟ) κατά τη σημερινή της συνεδρίαση, αποφάσισε τη συμμετοχή της στην κηρυχθείσα 24ωρη απεργία της ΓΣΕΕ για τη συγκεκριμένη ημέρα. Η απεργία αφορά όλες τις κατηγορίες πλοίων και είναι πανελλαδική.
«Όλοι οι εργαζόμενοι της χώρας ανεξάρτητα από ειδικότητες και διαχωρισμούς, επιθυμούν και επιδιώκουν σταθερή απασχόληση με αξιοπρεπείς όρους εργασίας και αμοιβής σε ένα ποιοτικό, ασφαλές και υγιεινό περιβάλλον. Αυτοί, εξάλλου, είναι και οι άξονες πάνω στους οποίους εγκρίθηκε από το πρόσφατο Γενικό μας Συμβούλιο ο Προγραμματισμός της δράσης μας για το 2022.» αναφέρεται στην ανακοίνωσή της η ΠΝΟ.
Το συνδικαλιστικό σωματείο των ναυτικών ζητεί την κατάργηση του νόμου για τις οργανικές συνθέσεις των επιβατηγών πλοίων και να επανακαθοριστεί ο αριθμός κάθε ειδικότητας, σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες των πλοίων ώστε να επιτυγχάνεται όπως τονίζεται η ασφάλεια των δρομολογίων, των επιβατών και του πληρώματος.
Επίσης ζητεί επανεξέταση των συνθέσεων των ταχυπλόων, με ρητή πρόβλεψη και καθιέρωση των διπλών πληρωμάτων, ώστε να τηρούνται πιστά τα όρια και οι ώρες απασχόλησης, τόσο σε ημερήσια όσο και σε εβδομαδιαία βάση, είναι κύρια υποχρέωση της Πολιτείας.
«Απαιτείται η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την άμεση αντιμετώπιση και καταπολέμηση της “μαύρης” ανασφάλιστης εργασίας με ταυτόχρονη καθιέρωση πάγιου συστήματος οικονομικής ενίσχυσης και προστασίας των ανέργων ναυτικών με άμεση αύξηση του προβλεπόμενου επιδόματος ανεργίας και εξασφάλισης δωρεάν περίθαλψης στους ίδιους και στις οικογένειες τους» υπογραμμίζει η ΠΝΟ.
Προστίθεται επίσης ότι η συνδικαλιστική ομοσπονδία των ναυτικών εμμένει στις θέσεις της για διατήρηση, αναβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα και της δωρεάν εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης με άμεση κάλυψη των ελλείψεων εκπαιδευτικού και λοιπού αναγκαίου προσωπικού.