Σε άρθρο του για την εφημερίδα “Καθημερινή” ο Ηλίας Μπέλλος εκφράζει προβληματισμούς και αγωνίες για τις ανεξέλεγκτες ροές τουριστών που δέχονται τα μικρά ελληνικά νησιά, φαινόμενο που έχει ως αποτέλεσμα την εξάντληση των πόρων τους και την επιβάρυνσή τους, σε σημείο που να δυσαρεστούν τους επισκέπτες που πραγματοποιούν στο νησί διανυκτερεύσεις, εξίσου όμως και αυτούς που το επισκέπτονται για λίγες ώρες, μέσω της κρουαζιέρας ή για ημερήσιες εκδρομές.
Στο κείμενο γίνεται σαφές πως το “σημείο” αυτό, δεν αποτελεί μια αόριστη έννοια που ως εκ τούτου μπορεί ο καθένας να τοποθετήσει αλλού, να αμφισβητήσει και να κρίνει με διαφορετικό τρόπο, αλλά ένα προσδιορίσιμο με επιστημονική τεκμηρίωση σημείο και μέγεθος.
Το “σημείο” και μέγεθος αυτό ονομάζεται Φέρουσα Ικανότητα, αποτελεί πολυσύνθετο ζήτημα και είναι διαφορετικό για κάθε τόπο επειδή κάθε τόπος έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά και δεδομένα.
Σύμφωνα λοιπόν με τον παγκόσμιο οργανισμό τουρισμού ο ορισμός της Φέρουσας Ικανότητας είναι : “Ο μέγιστος δυνατός αριθμός ατόμων που μπορεί να φιλοξενήσει ταυτοχρόνως ένας τουριστικός προορισμός, χωρίς να προκαλείται καταστροφή του φυσικού, οικονομικού, κοινωνικο-οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και μια μη αποδεκτή μείωση στην ποιότητα της ικανοποίησης των επισκεπτών”. Η εκτίμηση της Φέρουσας ικανότητας για την τουριστική βιομηχανία μιας περιοχής ή ενός νησιού στο σύνολο του, αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την επιβίωση της τουριστικής βιομηχανίας αυτού του τόπου. Η ανάπτυξη του τουρισμού χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό οδηγεί στην υποβάθμιση του τόπου. Ετσι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί, λόγω σειράς λαθών, ανυπαρξίας διαχείρισης και αδιαφορίας για την φέρουσα ικανότητά τους, έχουν υποστεί τεράστια ζημιά στον τουρισμό τους.”
Στη Σαντορίνη, έχουν γίνει αρκετές μελέτες οι οποίες πραγματεύονται αυτές της έννοιες. Απο τις παλαιότερες και σημαντικότερες είναι η μελέτη του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Cincinatti το 2004, η οποία ήταν για την εποχή της ένα σπουδαίο βήμα για το νησί, μιας και σε σχεδόν “ανύποπτο χρόνο” μας είχε εισάγει σε πρωτόγνωρες και πρωτοποριακές για την εποχή τους πάντοτε έννοιες αλλά και προβλέψεις μέσω προγνωστικών μοντέλων, για την εξέλιξη του τουρισμού. Απόδειξη της σπουδαιότητας εκείνης της μελέτης, αποτελεί η επιβεβαίωσή της για την πορεία και εξέλιξη της Σαντορίνης, και μάλιστα νωρίτερα απ’ οτι προβλεπόταν στη μελέτη. Παρά τη σχετική δημοσιότητα της οποία έτυχε η μελέτη αυτή σε τοπικό επίπεδο, δυστυχώς δεν κατάφερε να βοηθήσει στην αποφυγή της ποιοτικής υποβάθμισης, του κορεσμού των πόρων και αλόγιστης δημιουργίας ξενοδοχειακών μονάδων στο νησί.
Ευτυχώς, η Σαντορίνη δεν στερείται και αρκετών, και σύγχρονων και ποιοτικών μελετών για τα δεδομένα της που μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα εργαλεία στους αιρετούς.
Σημαντική και πρόσφατη μελέτη για τη Σαντορίνη που καταγράφει τα κοινωνικά, οικονομικά, και περιβαλλοντικά δεδομένα του νησιού για τον Υπολογισμό της Φέρουσας Ικανότητας του Δήμου Θήρας ήταν αυτή που έγινε από την ομάδα του Πανεπιστημιακού Π. Βουλέλη το 2021, ενώ εξίσου σημαντικές είναι και οι μελέτες “Θήρα και αειφορία: ανάπτυξη με σεβασμό στη φέρουσα ικανότητα του τόπου” της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού οι προτάσεις της οποίας παραδόθηκαν στον Πρωθυπουργό τον Ιούλιο του 2021 καθώς και η μελέτη της EBDR , της Ευρωπαϊκής Τράπεζας επενδύσεων 2019, που παρουσιάζει σημαντικά χαρακτηριστικά του νησιού κ.α.
Σε όλες τις μελέτες αναδεικνύονται οι αυξημένες πιέσεις που δέχεται το νησί από τις τουριστικές ροές σε συνδυασμό με τον κορεσμό των υποδομών του, ενώ ως γεγονός σε όλες αναφέρεται ότι η Σαντορίνη έχει ξεπεραστεί τη φέρουσα ικανότητά της.
Πολύ σημαντική επίσης παρατήρηση που αποτυπώνεται σε όλες τις μελέτες και πρέπει γίνει κατανοητή στους κατοίκους, είναι πως η δημιουργία νέων υποδομών, παρότι απαραίτητη δεν θα λύσει τα προβλήματα. Η κατασκευή νέων υποδομών δεν σημαίνει οτι μεγαλώνει η φέρουσα ικανότητα του κάθε προορισμού, μιας και αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται. Η Φέρουσα Ικανότητα είναι μια έννοια πολυσύνθετη που δεν επηρεάζεται μόνο από τις υποδομές και συνεπώς η δημιουργία μεγαλύτερων υποδομών, όπως για παράδειγμα ενός νέου μεγαλύτερου λιμανιού, δεν σημαινει οτι το νησί θα μπορεί να δέχεται αντίστοιχα περισσότερο κόσμο, μιας και τα αξιοθέατά του και οι παραλίες του για παράδειγμα παραμένουν ίδιες.
Οπότε με την προστασία της φέρουσας ικανότητας νοείται η βιωσιμότητα, η διασφάλιση της ποιότητας αλλά και τη δυνατότητα οριοθέτησης και καλύτερης διαχείρισης των τουριστικών ροών κάθε προορισμού, με σκοπό την αειφορία. Το να μπορεί δηλαδή να συνεχίσει να προσφέρει ποιοτικά τουριστικά προϊόντα ο κάθε προορισμός.
Σήμερα πάντως, αυτό που βλέπουμε και διαπιστώνουμε καθένας ξεχωριστά και στο χρόνο του, είναι πως ο ελληνικός τουρισμός βρίσκεται αντιμέτωπος και με τα όριά του, καθώς ξεπεράστηκε η φέρουσα ικανότητα πλήθους, νησιωτικών κυρίως, προορισμών.
Οπότε, όπως αναφέρει και η εφημερίδα “Καθημερινή”, Τα ερωτήματα προκύπτουν αβίαστα: είναι βιώσιμη η φιλοξενία ενός τόσο μεγάλου αριθμού επισκεπτών και με ποιους όρους και προϋποθέσεις; Τι σημαίνει αυτό για τους προορισμούς και τις τοπικές κοινωνίες και τι για τους Ελληνες που αγαπούν να κάνουν τις διακοπές τους στη χώρα τους; Και, εν τέλει, ποια είναι η επόμενη μέρα για τον ελληνικό τουρισμό;
Μακάρι, οι προτάσεις των μελετών να “πιάσουν τόπο” και να γίνει κατανοητό οτι δεν “απειλούν” τον τουρισμό, ούτε θέλουν να το “περιορίσουν”, αλλά οτι σέβονται τους τόπους, τους κατοίκους και επισκέπτες τους, ορίζοντας και προσπαθώντας να τους υποδείξουν τις κατάλληλες, καλύτερες και αειφόρες συνθήκες διαβίωσης.